- ωμοχειρούργητος
- -ον, ΜΑ(για απόστημα) αυτός που υπέστη χειρουργική επέμβαση προτού ωριμάσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + χειρουργῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠμοχειρούργητον — ὠμοχειρούργητος premature masc/fem acc sg ὠμοχειρούργητος premature neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)